Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Μίζερη και άδικη κριτική στο φεστιβάλ «Παπαϊωάννου»





Μέχρι και ενορχηστρωμένη θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κάποιος την επίθεση που δέχεται τις τελευταίες μέρες η φετινή διοργάνωση του Φεστιβάλ «Παπαϊωάννου» αλλά και προσωπικά η καλλιτεχνική διευθύντρια του πολιτιστικού αυτού θεσμού κ. Κορίνα Βουγιούκα.
Είναι προφανές ότι στόχος των επικριτών δεν είναι η κ. Βουγιούκα ή τέλος πάντων μόνον αυτή, αλλά προφανώς και η διοίκηση του Δήμου Καβάλας για την επιλογή της.
Την προηγούμενη εβδομάδα, λοιπόν, είδε το φως της δημοσιότητας επιστολή που υπογράφει ο τέως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας κ. Κώστας Πεφάνης και με την οποία επιτίθεται με, πρωτοφανή για το ήθος του, σφοδρότητα κατά της κ. Βουγιούκα ακυρώνοντας στην ουσία μια διοργάνωση που γνώρισε κατά γενική ομολογία μεγάλη επιτυχία, ανανεώνοντας τον θεσμό και φέρνοντας φρέσκες ιδέες αλλά προτείνοντας συγχρόνως και νέους χώρους για την παρουσίαση των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ «Παπαϊωάννου» που προσέλκυσαν τελικά ένα ευρύτερο σε μέγεθος αλλά και ποιοτική σύσταση κοινό.
Ο κ. Πεφάνης μάλιστα καταφεύγει και σε ανακρίβειες σχετικά με την τοποθέτηση της Κορίνας Βουγιούκα στο πόστο του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ αναφέροντας ότι τάχα η ίδια σε δηλώσεις της παραδέχτηκε ότι η επιλογή της για τη θέση αυτή ήταν μια πολιτική επιλογή. Τέτοιες δηλώσεις όμως απ’ όσο καλά γνωρίζουμε, δεν έκανε ποτέ η ίδια.
Ο τέως πρόεδρος του Δημοτικού Ωδείου συνεχίζει στην επιστολή του να καταφεύγει σε ατυχείς συγκρίσεις ανάμεσα στη φετινή διοργάνωση και στις διοργανώσεις των προηγούμενων χρόνων αναλαμβάνοντας μάλιστα και ένα ρόλο αυτόκλητου υπερασπιστή του καλλιτεχνικού διευθυντή του Δημοτικού Ωδείου κ. Γιούλη Παπαδόπουλου του οποίου η θετικότατη και παραγωγικότατη θητεία τόσο στο φεστιβάλ «Παπαϊωάννου» όσο και πολύ περισσότερο στη διεύθυνση του Δημοτικού μας Ωδείου, όχι μόνον δεν αμφισβητείται από κανέναν σ’ αυτή την πόλη αλλά και δεν χρειάζεται την άκομψη και παράταιρη για τα ποιοτικά δεδομένα του κ. Πεφάνη, δημόσια παρέμβασή του.
Η διοίκηση του Δήμου Καβάλας και ο κ. Λυχούνας που προσωπικά πήρε πάνω του το Φεστιβάλ «Παπαϊωάννου», θα μπορούσε πιθανόν να δεχτεί κριτική για κάποια θέματα που έχουν να κάνουν κυρίως με τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτά που φανταζόμαστε να υλοποιήσουμε και σ’ αυτά που τελικά υλοποιούμε με βάση τα οικονομικά δεδομένα των καιρών, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κατηγορηθεί για την ποιότητα των φετινών εκδηλώσεων που ήταν πλούσιες και πολύ ενδιαφέρουσες τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε καλλιτέχνες και σχήματα.
Όσο για την απουσία έργων του Γιάννη Παπαϊωάννου έχουμε να παρατηρήσουμε ότι δεν είναι απαραίτητο κάθε χρόνο να περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα έργα του μεγάλου Έλληνα μουσουργού (και όχι πάντως του «μεγαλύτερου Έλληνα συνθέτη κλασικής μουσικής» όπως ισχυρίζεται ο κ. Πεφάνης). Αν ήταν έτσι τότε το Φεστιβάλ Φιλίππων έπρεπε να ψάχνει για έργα που αναφέρονται στους Φιλίππους ή το φεστιβάλ του Saltzburg θα έπρεπε να κάνει το ίδιο κ.ο.κ. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου τιμάται ούτως ή άλλως με το ότι το φεστιβάλ φέρει το όνομά του και ότι πολλές φορές παρουσιάζονται και έργα του.
Στην επιστολή του κ. Κώστα Πεφάνη που περιέχει κι άλλα σημεία σκληρής και άδικης σε μεγάλο βαθμό κριτικής, ήρθε χθες να προστεθεί και ένα …«περίεργο» (;) δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας η οποία μάλιστα ήταν παντελώς απούσα από τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ και με το οποίο δημοσίευμα επιχειρείται να αποδομηθεί πλήρως τόσο η διοργάνωση όσο και η κ. Βουγιούκα. Το ανώνυμο -φυσικά- δημοσίευμα χρησιμοποιώντας φθηνά και λαϊκίστικα κατά βάση επιχειρήματα ζητά την απομάκρυνση της Κορίνας Βουγιούκα από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή και με δεδομένη την επιστολή του κ. Πεφάνη την προηγούμενη εβδομάδα μας γεμίζει καχυποψία τόσο για τους σκοπούς όσο και για τις προθέσεις των εμπνευστών αυτής της –αν όχι- ενορχηστρωμένης τουλάχιστον περίεργα συμπτωματικής χρονικά επίθεσης κατά της κ. Βουγιούκα, του φεστιβάλ «Παπαϊωάννου» και της διοίκησης του Δήμου.
Ξέρετε, είναι πολύ εύκολο, ανατρέχοντας κανείς στη «Διαύγεια» να «ανακαλύψει» αρκετά σημεία της διοργάνωσης παρελθόντων ετών για τα οποία θα μπορούσε να εγείρει διάφορα ζητήματα. Αλλά αν μπούμε σ’ αυτό το επίπεδο της αντιπαράθεσης καταφεύγοντας σε τόσο φθηνά, κατινίστικα και λαϊκίστικα επιχειρήματα, θα χάσουμε τελικά την ουσία του θέματος που θα πρέπει να είναι η βελτίωση χρόνο με το χρόνο του ίδιου του Φεστιβάλ και η προσέλκυση όλο και ευρύτερου κοινού στις εκδηλώσεις του.
Το φετινό Φεστιβάλ «Παπαϊωάνου» ήταν κάτι διαφορετικό από όσα ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό, κατά τον γράφοντα, δεν ακυρώνει σε καμιά περίπτωση τις προσπάθειες του κ. Γιούλη Παπαδόπουλου που ήταν ο υπεύθυνος για τις διοργανώσεις των προηγούμενων χρόνων. Και δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να επιδιώκονται αφοριστικές συγκρίσεις. Η κ. Κορίνα Βουγιούκα έχει την εμπειρία και από άλλες ανάλογες διοργανώσεις και έφτιαξε φέτος ένα πολύ ενδιαφέρον πρόγραμμα. Μακάρι κάθε χρόνο το φεστιβάλ «Παπαϊωάννου» να κάνει ένα βηματάκι βελτίωσης με όποιον κι αν κατέχει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή. Αυτό άλλωστε είναι το ζητούμενο και για το καλό του ίδιου του θεσμού αλλά και την πανελλήνια και γιατί όχι και διεθνή αναγνώριση της πόλης μας ως ενός σημαντικού πολιτιστικού κέντρου στη βόρεια Ελλάδα.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Δεν υπάρχει διάσπαση χωρίς διασπαστές





Στη φωτογραφία οι υποψήφιοι στο ψηφοδέλτιο Καβάλας του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Γενάρη του 2015. Από τότε μερικοί έγιναν πιο …«αριστεροί» από τους υπόλοιπους




Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία με πολλές υποσχέσεις. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης στο οποίο στηρίχθηκε η προεκλογική του καμπάνια τον Γενάρη του 2015, ήταν «φουσκωμένο» από ταξίματα και παροχές. Υποσχέσεις που όχι μόνον έμοιαζαν ανέφικτες να υλοποιηθούν στο γενικότερο οικονομικό κλίμα που επικρατούσε στη χώρα αλλά και αχρείαστες ως ένα βαθμό αφού η ελληνική κοινωνία ήταν ώριμη πλέον μετά από μια πενταετία εξουθενωτικών μέτρων αλλά και μια τεσσαρακονταετία κυριαρχίας των παραδοσιακών αστικών κομμάτων, να εμπιστευθεί τις τύχες της στην «Αριστερά» όπως αυτή εκφραζόταν με τον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως με το καθαρό, άφθαρτο και αστραφτερό πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα. Η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού δεν χρειαζόταν ανέφικτες υποσχέσεις. Της αρκούσε η απαλλαγή από τους βρικόλακες του παρελθόντος και το χαμόγελο του Αλέξη Τσίπρα μέσα από το οποίο είχε την προσδοκία αλλά και την υπομονή να πορευτεί σε ένα καλύτερο μέλλον. Η ελληνική κοινωνία ήταν πολύ ωριμότερη από τον ΣΥΡΙΖΑ (και γενικότερα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις) και είχε την σοφία να μην είναι βιαστική και φουριόζα.
Αυτό το «πρώτη φορά Αριστερά» όμως, μετατράπηκε πολύ σύντομα, δυστυχώς, σε μια αυταπάτη για τον ελληνικό λαό και σε ένα αβάσταχτο μαρτύριο για τους ίδιους τους ανθρώπους της Αριστεράς.
Τα λάθη και οι επιπολαιότητες διαδεχόταν το ένα το άλλο. Οι παραλήψεις, οι λάθος επιλογές, η αβάσταχτη ελαφρότητα του πρωθυπουργού να διαλέξει κάποιους ανίκανους (όπως αποδείχθηκε) για μέλη της κυβέρνησης, οι παλινωδίες των υπουργών, η βραδυπορία και η εκνευριστική καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων, η βαθμιαία αναίρεση και μετάθεση για το απώτερο μέλλον προεκλογικών δεσμεύσεων και πολλά άλλα, κατάφεραν να επιφέρουν μέσα σε λίγους μήνες μεγάλη φθορά στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, τόση που δεν είχαν επιφέρει τα σαράντα χρόνια εξουσίας στη Νέα Δημοκρατία και το Πα.Σο.Κ.
Όλα τελείωσαν το απόγευμα της Παρασκευής 26 Ιουνίου 2015. Πέντε ακριβώς μήνες μετά την ορκωμοσία του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργός.
Εκείνη τη μέρα προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Έκλεισαν οι τράπεζες και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση με την ασφυκτική πίεση εκ μέρους των «εταίρων» μας να υποκύψουμε στις ορέξεις τους και στις επιταγές τους.
Ήταν πλέον θέμα χρόνου να υπογράψουμε το τρίτο μνημόνιο προσδοκώντας απλώς να μας επιβληθούν όσο το δυνατόν λιγότερο επώδυνα μέτρα.
Ήταν μονόδρομος. ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ. Όποιος το αμφισβητεί ή ισχυρίζεται ότι υπήρχε κι άλλος δρόμος όχι απλώς έχει αυταπάτες αλλά εξαπατά και τον ελληνικό λαό.
Ο οποίος άλλωστε, ελληνικός λαός, σε κάθε ευκαιρία, ακόμη και αυτές τις μέρες με τις δεκάδες προεκλογικές δημοσκοπήσεις να μας βομβαρδίζουν ανηλεώς, δηλώνει απερίφραστα και σε ένα ποσοστό που σε μερικές περιπτώσεις ξεπερνά και το 80% ότι επιθυμεί την παραμονή της χώρας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κάθε άλλη λύση θα ήταν καταστροφή για τη χώρα. Πολύ χειρότερη απ’ αυτή που βιώνει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια αυτής της ατέρμονης κρίσης.
Ο Τσίπρας λοιπόν έδωσε τον αγώνα του αυτό το διάστημα μέχρι τα μέσα Αυγούστου. Ένας δύσκολος και χωρίς πολλές προσδοκίες αγώνας αλλά δόθηκε από τον πρωθυπουργό με αυταπάρνηση και γενναιότητα.
Το οδυνηρό αποτέλεσμα της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου έφερε μεγάλο πλήγμα στο ΣΥΡΙΖΑ. Ήρε την εμπιστοσύνη του κόσμου από την κυβέρνηση και οδήγησε στη διάσπαση του κόμματος. Σαράντα και πλέον βουλευτές του δεν ψήφισαν το τρίτο μνημόνιο, σήκωσαν τα φλάμπουρα της επανάστασης, ίδρυσαν καινούριο πολιτικό φορέα και αναδείχθηκαν πανηγυρικά οι νέοι διασπαστές της Αριστεράς. Και λέω «πανηγυρικά» διότι πανηγύριζαν και έτριβαν τα χέρια τους οι θιασώτες, επιβολείς και εκφραστές των σαραντάχρονων μνημονίων επί του ελληνικού λαού. Διότι όπως είναι φυσικό διάσπαση χωρίς διασπαστές δεν υπάρχει. Και η «Λαϊκή Ενότητα» φέρει πλέον αυτόν το «τιμητικό» τίτλο. ΔΙΑΣΠΑΣΤΕΣ. Διότι διέσπασαν τον ΣΥΡΙΖΑ και «έριξαν» την κυβέρνηση.
Το πόσο άκαιρη, άνευ λόγου, καταστροφική και διασπαστική ήταν η κίνησή τους αποδεικνύεται από μια απλή ανάγνωση της εκ 3.626 λέξεων «προγραμματικής διακήρυξης της Λαϊκής Ενότητας» όπου μπορεί να διαβάσει κανείς μια «επαναστατική μπροσούρα φοιτητικής παράταξης της δεκαετίας του ‘70» με το πρώτο μέρος να αναλίσκεται σε αυτονόητες διαπιστώσεις για την κατάσταση στην ελληνική οικονομία και κοινωνία και όταν, στο δεύτερο μέρος, έρχεται η ώρα για προτάσεις και λύσεις να διαβάζει κανείς ωραία σχέδια χωρίς να αναφέρεται ο τρόπος, το «πώς» θα γίνουν όλα αυτά. Διότι αξία δεν έχει να περιγράφεις λύσεις αλλά να αναφέρεις συγκεκριμένους τρόπους να υλοποιηθούν. Και τέτοια «πώς» δεν υπάρχουν σ’ αυτήν την διακήρυξη. Ούτε ένα.
Λέει χαρακτηριστικά η διακήρυξη της «Λαϊκής Ενότητας» στο κεφάλαιο «Τα άμεσα, κατεπείγοντα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για ν’ ανοίξει ένας νέος δρόμος»:
«Ο άμεσος τερματισμός της λιτότητας και η εφαρμογή μιας πολιτικής αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου προς όφελος των εργαζόμενων στρωμάτων και σε βάρος των ολιγαρχών. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να υπάρξει για τα πιο χτυπημένα από την κρίση κοινωνικά στρώματα, με στήριξη των εισοδημάτων τους και σταδιακή αύξηση των κατώτατων μισθών, συντάξεων και επιδομάτων ανεργίας, εξασφάλιση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και βασικών αγαθών (ρεύμα, νερό, θέρμανση) για όλους.»
Πώς θα γίνει αυτό ρε παιδιά, συγκεκριμένα; Θα τερματίσεις τη λιτότητα πατώντας ένα κουμπί; Πού θα βρείτε τα λεφτά; Και πότε θα τα βρείτε;
Στο κεφάλαιο μεταρρυθμίσεις μεταξύ των άλλων ανέφικτων και ανεφάρμοστων αναφέρεται και το εξής:
«Ανασυγκρότηση του διαλυμένου εθνικού συστήματος υγείας, των δημοσίων νοσοκομείων και ενός πρωτοβάθμιου συστήματος υγείας υψηλής ποιότητας, προσιτού σε όλους, στο κέντρο και την περιφέρεια.»
Το ερώτημα παραμένει το ίδιο. Με τι πόρους όλα αυτά τα αυτονόητα τα οποία παρεμπιπτόντως, διακηρύσσουν και όλα τα κόμματα;
Και βέβαια σε μια παραληρηματική κορύφωση της διακήρυξής της η «Λαϊκή Ενότητα», αποφεύγοντας επιμελώς να αναφερθεί στη λέξη «δραχμή» αναφέρει:
«Η καθιέρωση εθνικού νομίσματος ως προϋπόθεση για την εφαρμογή ενός προοδευτικού προγράμματος ανασυγκρότησης και διεξόδου, δεν είναι μόνο μια βιώσιμη επιλογή, αλλά και μια επιλογή ελπίδας, που μπορεί να βάλει τη χώρα σε μια νέα, αναπτυξιακή τροχιά.»
Με όλα αυτά γίνεται σαφές ότι το μέλλον της «Λαϊκής Ενότητας» είναι προδιαγεγραμμένο. Μπορεί να μπει οριακά στη Βουλή αυτή τη φορά λόγω κεκτημένης «επαναστατικής» ρητορικής αλλά πολύ γρήγορα θα εκφυλλιστεί και θα διαλυθεί. Το κακό είναι ότι διέσπασε την Αριστερά, όπως την εκφράζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ και πιθανόν να γίνει η αιτία της πτώσης της και της απομάκρυνσής της από τη μοναδική ευκαιρία που είχε να δοκιμαστεί, οπλισμένη και θωρακισμένη με την οδυνηρή εμπειρία του πενταμήνου, στην άσκηση της νέας εξουσίας σε ένα δύσκολο, είναι αλήθεια, γήπεδο αλλά με τα εχέγγυα μιας αριστερής κουλτούρας, ιστορίας και μνήμης. Γιατί δεν μπορώ να πιστέψω πως ο Δημήτρης Εμμανουηλίδης π.χ., ξέχασε τις αριστερές του καταβολές και έγινε ξαφνικά εκφραστής της πολιτικής των μνημονίων.