Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Και πονάω και μ’ αρέσει…



Οι νικητές του εμφυλίου δεν αρκέστηκαν στη νίκη τους και στη συντριβή του «εχθρού». Στις δεκαετίες που ακολούθησαν έπρεπε επίσης να συντρίψουν κάθε έναν και κάθε τι απειλούσε το καθεστώς τους. Με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο.
Με βία, με τρομοκρατία ακόμη και με θάνατο. Με φυλακές, με εξορίες, με εκτελέσεις.
Όλες ανεξαιρέτως οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις και μέχρι το 1974, κυβέρνησαν αυταρχικά και αντιδημοκρατικά. Ο εχθρός ήταν ένας: Η Αριστερά! Είτε λέγονταν ΚΚΕ είτε ΕΔΑ είτε όπως αλλιώς.
Όλα εκείνα τα χρόνια, άνθρωποι χάθηκαν, βασανίστηκαν, ταπεινώθηκαν, οικογένειες διαλύθηκαν.
Όσοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν με κάποιο τρόπο τα γεγονότα εκείνης της περιόδου αναφέρονται στον ψυχρό πόλεμο, στην συμφωνία της Γιάλτας, στο γενικότερο κλίμα της εποχής και άλλα τέτοια. Οι πιο ακραίοι αναφέρονται σε πράκτορες του εχθρού, κατασκόπους, προδότες, εαμοβούλγαρους, κομμουνιστοσυμμορίτες κ.λ.π.

Μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι το 2015, τη χώρα κυβέρνησαν εναλλάξ πολιτικοί σχηματισμοί που ήταν απόγονοι των κομμάτων της μετεμφυλιακής περιόδου.
Φυσικά μετά και την επτάχρονη δικτατορία η πολιτική κατάσταση δεν θα μπορούσε να είναι η ίδια των δεκαετιών ’50 και ’60. Η καταπιεσμένη ελληνική κοινωνία απαιτούσε ελευθερίες και δημοκρατία. Ο εθνάρχης ήρθε ανανεωμένος απ’ τα Παρίσια, ο έτερος καππαδόκης με ζιβάγκο και "επαναστατικά" συνθήματα, το ΚΚΕ κατέκτησε τη νομιμότητα και η δημοκρατία επιτέλους (με τις όποιες αδυναμίες της) λειτούργησε στη χώρα άψογα για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες.
Προχώρησαν μεγάλα αναπτυξιακά έργα, έγιναν σημαντικές θεσμικές αλλαγές, η χώρα εκσυγχρονίστηκε αλλά συγχρόνως είχαμε και πάρα πολλά φαινόμενα διαφθοράς όχι μόνο στον κρατικό μηχανισμό αλλά και στο πολιτικό προσωπικό. Λίγα περιστατικά από αυτά ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, ακόμη λιγότερα έφτασαν μέχρι τη δικαιοσύνη και για ελάχιστα από αυτά εκδόθηκαν καταδικαστικές αποφάσεις. Στο τέλος και μετά από τα σαραντάχρονα φαγοπότια δισεκατομμυρίων, ένας υπουργός και ένας δήμαρχος όλο κι όλο κλείστηκαν στις φυλακές.
Όλα βάδιζαν «καλώς», τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα εναλλάσσονταν στην εξουσία αλλά δυστυχώς με τις πολιτικές τους οδήγησαν τελικά τη χώρα στη χρεοκοπία.
Όταν τα κόμματα αυτά απώλεσαν για πρώτη φορά την εξουσία από μια λεγόμενη αριστερή κυβέρνηση, ένιωσαν να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους.
Έχασαν τον ύπνο τους. Όπως το 1958 που ξαφνικά οι εκλογές ανέδειξαν αξιωματική αντιπολίτευση την ΕΔΑ. Χρειάστηκαν οι εκλογές βίας και νοθείας του 1961 για να «αποκατασταθεί» και πάλι η ισορροπία στο πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Μετά το πρώτο σοκ λοιπόν του 2015, άρχισαν να οργανώνονται επικοινωνιακά και με τη βοήθεια φυσικά και της ίδιας της «αριστερής» κυβέρνησης που έκανε το ένα λάθος πίσω από το άλλο, κατάφεραν τελικά να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και εξαπολύοντας έναν αντικομμουνιστικό και αντιαριστερό βόρβορο να μεταστρέψουν το κλίμα στην κοινωνία, και με επικεφαλής τον γόνο μιας παραδοσιακής πολιτικής οικογένειας έμφορτης σκανδάλων και πολιτικών δολοπλοκιών, να πάρουν μια πρώτη νίκη στις ευρωεκλογές. Το εύρος της νίκης αυτής αφήνει ελάχιστα περιθώρια μεταστροφής του εκλογικού σώματος στις επερχόμενες εθνικές εκλογές.
Έτσι λοιπόν η ελληνική κοινωνία αποδεικνύεται ανυπόμονη. Τιμωρεί αυτόν που δεν κατάφερε μέσα σε τέσσερα χρόνια να αναστρέψει μια κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα από τις πολιτικές σαράντα χρόνων των άλλων. Τους οποίους άλλους καλεί τώρα για να την σώσουν. Η ελληνική κοινωνία του 2019 ξαναγυρίζει στα παλιά.

Και πονάω και μ’ αρέσει…

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

ΣΥΡΙΖΑ, ο ιδανικός αυτόχειρας



Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία τον Γενάρη του 2015 ως η «πρώτη φορά Αριστερά».
Ο καθένας βέβαια αντιλαμβάνεται πως όταν ένα κόμμα του 4% γίνεται μέσα σε λίγα χρόνια ένα κόμμα εξουσίας του 37%, είναι φανερό πως έχει απορροφήσει ήδη μεγάλες μάζες ψηφοφόρων από άλλους πολιτικούς χώρους και μάλιστα όχι απαραίτητα όμορους ιδεολογικά.
Το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός είχε ως αποτέλεσμα η «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση Τσίπρα να στελεχωθεί και με στελέχη προερχόμενα κυρίως από το ΠΑΣΟΚ αλλά και από τον πέραν της παραδοσιακής δεξιάς χώρο των ΑΝΕΛ με τους οποίους αναγκάστηκε να συγκυβερνήσει αφού οι εκλογές δεν του έδωσαν την απαιτούμενη αυτοδυναμία.
Μέσα σ’ αυτά τα πρώτα αρνητικά μηνύματα που ελάμβαναν οι παραδοσιακοί φίλοι, αγνοί αριστεροί άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ, ήρθε και η επιλογή Παυλόπουλου για τη θέση του προέδρου της δημοκρατίας, που αν δεν δυσαρέστησε τουλάχιστον εξέπληξε αρνητικά τους περισσότερους.
Τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2015, το αχρείαστο δημοψήφισμα, η αντιστροφή του αποτελέσματός του στην πράξη και η αναγκαστική υποταγή στους δανειστές με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, οδήγησε στη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, στην αποχώρηση 40 περίπου μελών της κοινοβουλευτικής του ομάδας και στην προκήρυξη νέων εκλογών για τον Σεπτέμβρη του 2015 τις οποίες κέρδισε ο Τσίπρας σχηματίζοντας κυβέρνηση και πάλι με την βοήθεια των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου.
Οι απλοί, αγνοί άνθρωποι της Αριστεράς, παρακολουθούσαν όλα αυτά τα γεγονότα με απορία, θλίψη ίσως, πίκρα αλλά τέλος πάντων εξακολουθούσαν (όσοι τουλάχιστον δεν αποχώρησαν με την ΛΑΕ) να στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ και να ελπίζουν ότι εφόσον δεν υπήρχε άλλος δρόμος, ασφαλέστερος για τη χώρα και τους πολίτες, θα έκαναν υπομονή, και άλλες θυσίες (γιατί είχαν κάνει ήδη πολλές με τα δύο πρώτα μνημόνια), ώσπου να βρει ο τόπος το δρόμο του και οι πολίτες να μπορούν να ζουν με μια στοιχειώδη άνεση και αξιοπρέπεια.
Με όλα αυτά στο μεταξύ, από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας και ιδιαίτερα από τους πιο ακραίους του κόμματος, είχε αρχίσει μια εκστρατεία κατασυκοφάντησης της Αριστεράς που έφτανε μέχρι τα χρόνια του Εμφυλίου και πριν από αυτά. Τόσο βουλευτές και στελέχη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και ΜΜΕ φιλικά προσκείμενα είχαν επιδοθεί σε μια παραφιλολογία μίσους, που όχι μόνον καταρράκωνε τους αγώνες και τις θυσίες των αγωνιστών της Αριστεράς αλλά έσπερνε τη διχόνοια και το μίσος χωρίς καμιά αναστολή, ντροπή ή δισταγμό.
Στα κοινωνικά δίκτυα, άνθισε ο αντικομμουνισμός και μπορούσες κυριολεκτικά να δηλητηριαστείς από το φαρμάκι που έβγαζαν οι αναρτήσεις πολλών ανθρώπων, ακόμη και φίλων του ΠΑΣΟΚ, που το μίσος τους για τον ΣΥΡΙΖΑ εκδηλωνόταν μ’ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο. Έφταναν στο σημείο να παραλληλίζουν τον κομμουνισμό με το φασισμό φέρνοντας πάντα ως παράδειγμα τον τρόπο που εφαρμόστηκε αυτό το σύστημα στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ προέρχεται από το χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, οι άνθρωποι του οποίου διαφώνησαν και διαχώρισαν την θέση τους ήδη από τη δεκαετία του ’60, με ό,τι συνέβαινε στις τότε σοσιαλιστικές χώρες.
Ωστόσο, παρά τα αφόρητα οικονομικά μέτρα που αναγκάστηκε να πάρει η κυβέρνηση Τσίπρα, παρά την περαιτέρω μείωση των συντάξεων και την παράταση των δυσκολιών που αντιμετώπιζε η μεσαία και η κατώτερη τάξη, παρά την μεγάλη εκστρατεία κατασυκοφάντησης από πλευράς αντιπολίτευσης, η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας εξακολουθούσε να στηρίζει το ΣΥΡΙΖΑ και να πιστεύει στον Αλέξη Τσίπρα ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα από τη μέγγενη των μνημονίων και των συνεχών –χωρίς αντίκρισμα- θυσιών.
Ακόμη και το ευαίσθητο θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών, και τους τόνους υποκρισίας και ψευτοπατριωτισμού που χύθηκαν από πλευράς αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, φάνηκε να το ξεπερνάει χωρίς σημαντικές απώλειες. Και ο χρόνος (αν δεν μεσολαβούσαν οι ευρωεκλογές και το αποτέλεσμά τους) μετρούσε προς όφελος της κυβέρνησης σ’ αυτό το θέμα. Άλλωστε από το καλοκαίρι του 2018, άρχισαν να λαμβάνονται ορισμένα μέτρα που έστω και λίγο, ανακούφιζαν ωστόσο τις πιο αδύναμες τάξεις.
Όμως δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ και οι άνθρωποί του δεν περιορίστηκαν μόνο στην εφαρμογή του μνημονίου και στη λήψη δυσάρεστων και επαχθών για τον λαό μέτρων. Όπως ο ιδανικός αυτόχειρας, ο αποφασισμένος να δώσει τέρμα στη ζωή του δεν πτοείται από μία αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας και επανέρχεται αν χρειαστεί και μία και δύο και πολλές φορές, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να δώσει ένα μοιραίο χτύπημα στους φίλους του, σ’ αυτούς τους αγνούς αριστερούς που εξακολουθούσαν να πιστεύουν σ’ αυτόν και τον αρχηγό του αλλά και στη μεγάλη πλειοψηφία των μη αριστερών που πίστεψαν και στήριξαν την κυβέρνηση. Και το τελειωτικό χτύπημα ήταν αυτό που δόθηκε στην έννοια του ηθικού πλεονεκτήματος που μπορεί να χλεύαζαν μέχρι πρόσφατα οι αντίπαλοι και οι εχθροί της παράταξης αλλά για την Αριστερά ήταν ένας διαρκής όρκος τιμής, η μοναδική σημαία αξιών που, υποτίθεται, δεν είχε υποσταλεί ακόμη.
Η κυνική δήλωση της Τασίας Χριστοδουλοπούλου για το πώς διορίστηκε η κόρη της στη Βουλή, γκρέμισε και τα τελευταία προσχήματα.
Είχε προηγηθεί βέβαια η απαράδεκτη συμπεριφορά Πολλάκη απέναντι στον Στέλιο Κυμπουρόπουλο που όχι μόνον δεν έφερε την απαιτούμενη καρατόμησή του από τον πρωθυπουργό αλλά αντιθέτως ο Τσίπρας την επικρότησε με τον τρόπο του ταξιδεύοντας στα Χανιά και πίνοντας τσικουδιές αγκαλιά με τον υπουργό του.
Και φυσικά η αποκάλυψη των διακοπών του πρωθυπουργού με το κότερο της Παναγοπούλου που δυσαρέστησε όσους πίστεψαν ότι αυτές οι συμπεριφορές δεν μπορεί να είναι στην ατζέντα των ανθρώπων της Αριστεράς. Είναι και κάποια θέματα που σημειολογικά και μόνον ενοχλούν.
Με όλα αυτά και κυρίως με την απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος, που ήταν πάντα η σημαία της Αριστεράς και που επιτρέπει τώρα σε πολλούς να λένε «Έλα μωρέ, όλοι ίδιοι είναι», ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να χάνει την εξουσία. Οι Ευρωεκλογές ήταν ένα πρώτο σαφές μήνυμα για το μέχρι που μπορεί να φτάσει η διαφορά.
Το μόνο που μπορεί να σώσει την παρτίδα για τον Αλέξη Τσίπρα είναι η εναλλακτική λύση που έχει ο ψηφοφόρος και που για μια μεγάλη μερίδα του Ελληνικού λαού φαντάζει τρομακτική: Νέα Δημοκρατία και Μητσοτάκης. Ο ορισμός του συντηρητισμού και της οικογενειοκρατίας. Η απεχθέστερη εικόνα της πολιτικής ιστορίας στην Ελλάδα.

Ιδού λοιπόν το δίλημμα. Διαλέξτε και πάρτε.

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Μακάριος Λαζαρίδης – Γιώργος Γραμμένος: Οι δύο όψεις του νομίσματος που λέγεται Νέα Δημοκρατία



Μετά από τέσσερα και πλέον, πικρά για την ίδια, χρόνια στην αντιπολίτευση, η Νέα Δημοκρατία, έρχεται, όπως όλα δείχνουν, ξανά στην εξουσία και μάλιστα με το ισχυρό πλεονέκτημα μιας πιθανής αυτοδυναμίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όλο αυτό το διάστημα, έκανε τα πάντα όπως αποδείχτηκε, για να της προσφέρει αυτό το δώρο και εκείνη όχι απλώς το αποδέχεται αλλά το αρπάζει με όλη εκείνη την ορμή και τη λαχτάρα που έχει ένα παιδί με το καινούριο του παιχνίδι, ή μια χήρα στο κρεβάτι, όπως σοφά λέει ο λαός μας.
Ποια όμως είναι σήμερα η Νέα Δημοκρατία και τι σχέση έχει με το κόμμα που παρέδωσε βαριά ηττημένο ο Αντώνης Σαμαράς στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη στις αρχές του 2015.
Η απάντηση είναι ότι έχουν επέλθει πολλές αλλαγές. Και η δικιά μας εκτίμηση είναι ότι οι αλλαγές αυτές είναι προς το χειρότερο.
Η αρνητική μετάλλαξη του κόμματος οφείλεται αφενός σε εξωγενείς παράγοντες αφετέρου δε και στη μοίρα που έχουν τα μεγάλα αστικά κόμματα στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, να διοικούνται από τρεις οικογένειες, τρία μεγάλα πολιτικά τζάκια, που ως ένα βαθμό έχουν επηρεάσει καθοριστικά την ιστορία του τόπου μας τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Κι αν σκεφτεί κανείς ότι η Ελλάς στη νεότερη ιστορία της υπάρχει σαν ελεύθερο κράτος μόλις διακόσια χρόνια, καταλαβαίνει ότι τα μισά σχεδόν απ’ αυτά ή τέλος πάντων τα δύο πέμπτα, τα καθόρισαν καταλυτικά οι τρεις αυτές μεγάλες πολιτικές οικογένειες.
Και όπως φαίνεται θα εξακολουθήσουν να διαφεντεύουν τον τόπο διότι δεν είναι μόνον ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Ντόρα Μπακογιάννη που είναι αυτή τη στιγμή ενεργοί στην κεντρική πολιτική σκηνή και εν δυνάμει πρωθυπουργός ο πρώτος και υπουργός εξωτερικών αντιστοίχως η δεύτερη, αλλά έρχεται από πίσω, αφού στο μεταξύ έχει εκκολαφθεί στην αυτοδιοίκηση και ο Κώστας Μπακογιάννης, φιλόδοξος συνεχιστής μιας μακράς οικογενειακής παράδοσης.
Μετά λοιπόν από ένα διάλειμμα οκτώ χρόνων (2011 κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου), η οικογενειοκρατία επανακάμπτει, όπως όλα δείχνουν, στην Ελλάδα και αυτό μοιάζει να μην ενοχλεί καθόλου μια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων που δείχνουν την εμπιστοσύνη τους στον Κυριάκο Μητσοτάκη και του δίνουν την ευκαιρία να υλοποιήσει αυτά που έχει εξαγγείλει.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει ένα ελκυστικό πολιτικό προφίλ που περνάει στον κόσμο, επαγγέλλεται το νέο και όλοι λένε ότι είναι αποφασισμένος να το επιβάλλει πρώτα στην παράταξή του και στη συνέχεια και στην ίδια τη χώρα.
Πρώτη του έγνοια η ανανέωση των ψηφοδελτίων. Η αρχή μάλιστα έγινε και από την Καβάλα όταν προ πολλών μηνών έχρισε υποψήφιο τον Μακάριο Λαζαρίδη.
Ο Λαζαρίδης ήρθε «φυτευτός» στην πόλη. Τον επέβαλε ο Μητσοτάκης όπως άλλωστε κάνουν όλα τα μεγάλα αστικά κόμματα που περιφρονούν προκλητικά τις τοπικές κοινωνίες όταν επιλέγουν τα πρόσωπα για τη συγκρότηση των ψηφοδελτίων τους. Ο Λαζαρίδης από τότε που γεννήθηκε και μέχρι πριν ένα δυο χρόνια δεν είχε καμιά σχέση με την Καβάλα, όλες του οι δραστηριότητες ήταν μακριά από την γενέτειρά του και κανείς στην πόλη δεν τον ήξερε ούτε καν τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος.
Σίγουρα η διαδικασία αυτή δεν φέρνει κάτι το νέο, ίσα - ίσα που φανερώνει μια παλιά και παρωχημένη νοοτροπία. Την συνήθεια των αρχηγικών κομμάτων να επιβάλλει ο αρχηγός τις απόψεις του και τους ανθρώπους του. Το χειρότερο είναι ότι και ο ίδιος ο Μακάριος Λαζαρίδης μετέρχεται έναν παρωχημένο και μουχλιασμένο τρόπο πολιτικής δράσης, με έναν ξύλινο, φανατισμένο ως έναν βαθμό και υπερφίαλο, στερεότυπο και αφόρητα κοινότοπο πολιτικό λόγο, με τις καθιερωμένες επισκέψεις στα χωριά ή σε δημόσιους φορείς και οργανισμούς αλλά και ιδιωτικές επιχειρήσεις και για κάθε του ενέργεια είτε βήξει είτε χασμουρηθεί, βομβαρδίζει τα τοπικά ΜΜΕ με δελτία τύπου και φωτογραφίες.
Και φυσικά εκμεταλλεύεται και αξιοποιεί στο έπακρο το μεγάλο πλεονέκτημα που του έδωσε ο αρχηγός του να «αλωνίζει» μόνος εδώ και μήνες όταν ακόμη και σήμερα, είκοσι πέντε μέρες πριν τις εκλογές δεν έχουν ακόμη ανακοινωθεί τα υπόλοιπα ονόματα του ψηφοδελτίου του κόμματος στην Καβάλα αλλά και σε όλες σχεδόν τις περιφέρειες της χώρας.
Και το κυριότερο. Κανείς δεν αντιδρά. Ούτε οι πολιτευτές. Ούτε τα τοπικά μεγαλοστελέχη ούτε καν αυτή η ΝΟΔΕ Καβάλας. Όλοι σιωπούν διότι ο φόβος φυλάει τα έρμα. Και ακόμη χειρότερα τα πισώπλατα μαχαιρώματα, και η υπονόμευση των εσωκομματικών αντιπάλων με τη βοήθεια ορισμένων τοπικών ΜΜΕ, πάει σύννεφο.
Η μια πλευρά λοιπόν του νομίσματος είναι όλο αυτό που εκπέμπει με την υποψηφιότητά του ο Μακάριος Λαζαρίδης και συντηρεί με τον τρόπο του και ο αρχηγός όσο κι αν προσπαθεί να περάσει την εικόνα του σύγχρονου πολιτικού: το παλαιοκομματικό σύστημα λειτουργίας, το παρωχημένο και απωθητικό για μια σύγχρονη προοδευτική δημοκρατία.
Από την άλλη και με αφορμές τόσο το προσφυγικό πρόβλημα όσο και τη συμφωνία των Πρεσπών, «ανθίζουν» στη Νέα Δημοκρατία και άλλα «λουλούδια» που ο φυσικός χώρος πολλών εξ αυτών θα ήταν η Χρυσή Αυγή αλλά διάφοροι παράγοντες (κοινωνικοί κυρίως), τους κρατούν μέσα στη κόμμα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Ένα τέτοιo χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Καβάλα είναι ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Γιώργος Γραμμένος. Ακραίος εθνικιστής, εκρηκτικός και παρορμητικός χαρακτήρας, ένας αυταρχικός άνθρωπος, εξετράπη πολλές φορές μέσα στο δημοτικό συμβούλιο, με την ανοχή της Δήμητρας Τσανάκα ενώ είναι γνωστές οι εμμονές του για το Μεντρεσέ, το Ιμαρέτ, την Παλιά Μουσική, το μνημείο των Εβραίων Καβαλιωτών και άλλα. Αποκορύφωμα βέβαια ήταν η χυδαία του συμπεριφορά στην πρόσφατη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, την οποία φυσικά κανείς από την παράταξη της κ. Τσανάκα ή και γενικότερα από τη Νέα Δημοκρατία δεν είχε το κουράγιο ή την στοιχειώδη δημοκρατική ευαισθησία να καταδικάσει.


Για την ενίσχυση των δύο αυτών όψεων του ιδίου νομίσματος που λέγεται Νέα Δημοκρατία, ρόλο έπαιξε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Και το διάστημα 2012 – 2014 που ήταν αξιωματική αντιπολίτευση αλλά κυρίως όταν κυβέρνησε τη χώρα τα τελευταία τέσσερα και πλέον χρόνια και όχι τόσο για την ουσία της διακυβέρνησής του (μνημόνιο εφάρμοζε) αλλά για το ύφος της. Ύφος και πράξεις που δεν αρμόζουν στην Αριστερά (Ενδεικτικά: Πολλάκης, κότερο, Τασία). Γεγονός που φυσικά εκμεταλλεύτηκε με αριστοτεχνικό και μεθοδικό επικοινωνιακό τρόπο η Νέα Δημοκρατία και έρχεται τώρα στην εξουσία με την βοήθεια της ευρείας πλειοψηφίας του ελληνικού λαού που δυστυχώς ψηφίζει τιμωρώντας κυρίως τον προηγούμενο και όχι τόσο επιδοκιμάζοντας τον επόμενο.