Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Ποίηση διεκδικούσα Νόμπελ





Καθώς καθόμουνα προχθές ρεμβάζων αναιτίως
αχόν και κρότον φοβερόν ακούω αιφνιδίως.
Τρόμος κατέλαβεν ευθύς την άδολην ψυχήν μου
επηρεάζοντας δεινώς πάσαν του νου πτυχήν μου

Ψάχνων να βρω ο δυστυχής το αίτιον του τρόμου
ένιωσα σαν να βρέθηκα σε πίστα ιπποδρόμου
όπου τ’ αλόγατα χυμούν και ροβολούν αγρίως
με φοβερόν χλιμιντρισμόν ορμούν αρειμανίως

Και η αίσθησίς μου τελικώς δεν ήτο λανθασμένη
σαν παστουρμάς που βγάλανε άσχετοι το τσιμένι
Κι έτσι στο βάθος φάνηκε άτι λευκόν ωραίον
καλπάζοντας να έρχεται ως πεινασμένος λέων.

Και τότε διαπίστωσα με δέος είν’ αλήθεια
-όπως μικρό με τάιζε η μάνα μου ρεβύθια-
ότι γυναίκα φοβερή ήτο ο αναβάτης
σαν τον Ιβάν τον τρομερό έμοιαζε στρατηλάτης

Τις υποθέσεις άρχισα με το μυαλό να κάνω
ποια αμαζόνα άραγε κάνει τον ινδιάνο
και με τις μπάντες έρχεται μ’ άλογο που σπινιάρει
κι όλοι να φύγουν τρέχουνε τρέμοντες σαν το ψάρι.

Μην είν’ η Κορίνα η Πρασσά πάνω στο άσπρο άτι
που αμαζόνα ντύθηκε μη και την πιάσει μάτι;
και μες τη φούρια έρχεται για να μας αναγγείλει
πανηγυράκια κανα δυό, με υψηλό κονδύλι;

Μήπως στο άσπρο άλογο είναι η Δρακονάκη;
Ή μήπως είναι η Μαριώ και κόρη Φραντζεσκάκη;
Λες να ‘ναι η δήμαρχος αυτή η Δήμητρα Τσανάκα
που καβαλάει τ’ άλογο; Θα ‘χει μεγάλη πλάκα

Δεν είν’ η Κορίνα η Πρασσά μήτε η Δρακονάκη
Μηδέ η δήμαρχος παιδιά μήτε η Φραντζεσκάκη
Διότι ετούτον τον καιρόν που ανθίζ’ η αλαζονεία
μία μονάχα καβαλάει, τη λένε Αναστασία

Δεν καβαλάει άλογο και ούτε καν μουλάρι
μα σε καλάμι έδεσε κάποιο παλιό σαμάρι
και μες τη πιάτσα τριγυρνά με κομπασμό μεγάλο
κι όλο τα ίδια τσαμπουνάει, μοιάζει με παπαγάλο:

«Απ’ την Καρβάλη έρχομαι με λόγο τσεκουράτο
και δεν αφήνω τίποτε ΕΓΩ να πέσει κάτω
ΕΓΩ τα πήρα τα λεφτά από το Ηλιάδη
μόνο ΕΓΩ ενήργησα χωρίς κανά ψεγάδι»

«Όλοι οι προηγούμενοι κι αυτοί που μ’ επικρίνουν
δεν κάναν τίποτα ποτέ και τα’ απ’ αυτά τους ξύνουν
Μόνον ΕΓΩ κατάφερα τα χρήματα να πάρω
με τρόπο που θα ταίριαζε σε έμπειρο κουρσάρο»

«Γι’ αυτό λοιπόν δοξάστε με, γράψτε για με τραγούδια
και στείλτε στο γραφείο μου πολύχρωμα λουλούδια
Είμαι ΕΓΩ μοναδική, μπροστά μου όλοι οι άλλοι
Είναι μυρμήγκια θλιβερά κι ΕΓΩ μόνον ΜΕΓΑΛΗ».

Λέω λοιπόν τελειώνοντας σαν ποιητής του κώλου
πως και ο ίδιος ο Χριστός εκάθησε επί πώλου
για να μας δείξει και να πει σε όλη την οικουμένη
πως μόνο οι απλοί κι οι ταπεινοί είναι ευλογημένοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου