Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

Συγκρίσεις δηλώσεων για την διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία




Με φράσεις και χαρακτηρισμούς όπως «αντορθόδοξοι πειραματισμοί», «δήθεν εκσυγχρονισμού», «ανιστόρητων μεταρρυθμιστών» και αρκετές άλλες, ο μητροπολίτης Προκόπιος παρεμβαίνει στην πολιτική επικαιρότητα με μακροσκελή δήλωσή του σχετικά με το θέμα της διδασκαλίας των θρησκευτικών στα σχολεία.
Για το ίδιο θέμα ένας άλλος άνθρωπος από τον χώρο της ορθοδόξου πίστεως, ο φιλόλογος και συγγραφέας Σταύρος Ζουμπουλάκης, καταθέτει τις δικές του απόψεις για το ίδιο θέμα αλλά με την μετριοπάθεια, τη νηφαλιότητα και τον ρεαλισμό που οφείλουν όλοι οι νουνεχείς άνθρωποι να αντιμετωπίζουν αυτά τα τόσο ευαίσθητα θέματα


Μητροπολίτης Προκόπιος
Μια πολιτική, αντικυβερνητική παρέμβαση
Ο Μητροπολίτης Προκόπιος, κατά κόσμον Μιχαήλ Τσακουμάκας, γεννήθηκε στο Βουνό Χίου το 1939. Αποφοίτησε από την Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου το 1958 και από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1963. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1960 και Πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας στον Μητρόπολη Κορινθίας. Το 1974 εξελέγη μητροπολίτης Φιλίππων Νεαπόλεως και Θάσου και ενθρονίστηκε στις 15 Ιουνίου του ίδιου χρόνου.

«…Οι αντορθόδοξοι πειραματισμοί δεν είναι δυνατόν να αφήσουν αδιάφορον την Εκκλησίαν, η οποία Συνοδικώς και πάλιν θα αντιμετωπίσει την επικίνδυνη κατάσταση με απόλυτον κριτήριον την διαφύλαξιν του θησαυρού της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής. Εντός των πλαισίων της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και της ευαισθησίας του ποιμαντικού χρέους θα στηριχθεί η προ-σπάθειά της, να μη θυσιασθεί στο βωμό του δήθεν εκσυγχρονισμού η δοκιμασμένη μέσα στο χρόνο εκπαιδευτική εμπειρία και διδακτική πράξις, η διαποτισμένη από την αλήθεια της θρησκευτικής παραδόσεώς μας. Το μάθημα των θρησκευτικών να διασφαλίζει την αληθή γνώσιν δια τον αληθινόν Θεόν και όχι αποκλειστικά τη «γνω-ση των θρησκειών» των ανιστόρητων μεταρρυθμιστών».     


Σταύρος Ζουμπουλάκης
Μια νηφάλια αλλά και ρεαλιστική προσέγγιση
Γεννήθηκε το 1953 στη Συκιά Λακωνίας. Σπούδασε νομική και φιλολογία στην Αθήνα και φιλοσοφία στο Παρίσι. Δίδαξε πολλά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Από το 1998 ως το 2012 διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού «Νέα Εστία». Είναι πρόεδρος, από το 2008, του Δ.Σ. του βιβλικού ιδρύματος «Άρτος Ζωής». Το 2013 ανέλαβε τη θέση του προέδρου του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Το 2015 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

«Προσωπικά είμαι υπέρ ενός υποχρεωτικού μαθήματος Θρησκευτικών, χωρίς κανέναν απολύτως ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα. Πυρήνας αυτού του μαθήματος θα είναι η Βίβλος, Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
Θα διδάξουμε δηλαδή τους μαθητές τα μεγάλα κείμενα της Βίβλου, όπως ακριβώς τους διδάσκουμε τα μεγάλα κείμενα της Αρχα
ίας Ελλάδος.
Θα τους καλέσουμε να τα γνωρίσουν, να ανακαλύψουν τη σημασία και την ομορφιά τους. Θα τα διδάξουμε με ζέση, όπως διδάσκουμε και όλα τ’ άλλα, μα χωρίς να καλούμε κανέναν να τα δεχτεί με τον τρόπο του πιστού. Δεν είναι δουλειά του σχολείου αυτό.
Τα Θρησκευτικά δηλαδή, θα είναι ένα ερμηνευτικό μάθημα, όπως είναι και τα αρχαία, όχι ένα κατηχητικό μάθημα. Με πυρήνα τα ιδρυτικά κείμενα της Βίβλου, θα διδάξουμε την ιστορία του χριστιανισμού, την τέχνη του, τη σκέψη, τον πολιτισμό του. Ασφαλώς και τις άλλες θρησκείες, κυρίως όσες συνδέονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με την Ιστορία μας. Δηλαδή, τον ιουδαϊσμό και το ισλάμ».

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

«Τζάμια στις Καμάρες και γέφυρα με τη Θάσο»




Εδώ και πέντε χρόνια η τοπική κοινωνία και οι φορείς της συζητούν για την αξιοποίηση του παλιού Νοσοκομείου. Μεταξύ αντεγκλήσεων για το ιδιοκτησιακό ανάμεσα σε Δήμο και Δημόσιο, προκρίθηκε η λύση του ξενοδοχείου.
Η λύση αυτή –αν ποτέ ευδοκιμήσει- απαιτεί υψηλό κόστος (και υψηλό ρίσκο φυσικά)  το οποίο προφανώς θα πρέπει να το επωμισθεί κάποιος ιδιώτης επενδυτής.
Τι να σας πω. Περιμένουν δεκάδες τέτοιοι στην ουρά.
Και ενώ λοιπόν μέσα σ’ αυτό το άνυδρο περιβάλλον της παρατεταμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης όπου δεν υπάρχει σάλιο όχι για μια τέτοιου μεγέθους επένδυση αλλά ούτε για την ασφαλτόστρωση δέκα μέτρων δρόμου, έρχεται φωστήρας τοπικός πολιτικάντης να εκπλήξει τους πάντες με τα μεγαλεπίβολα σχέδιά του και να αφήσει σέκους όλους μας.
Να μεταφερθεί λέει το μισό διοικητήριο στο παλιό νοσοκομείο και το άλλο μισό στο κτήριο του ΤΕΑΥΚΕ στα Καλαφατιά και να γίνει ξενοδοχείο το κτήριο του διοικητηρίου και να ‘χει για πισίνα του το ανοιχτό κολυμβητήριο!!!
Ιδιοφυές σχέδιο. Πώς δεν το σκεφτήκαμε ρε όλοι εμείς οι μαλάκες τόσο καιρό;
Δηλαδή συζητάμε τόσα χρόνια για να βρούμε κάποιο κορόιδο να ρίξει τα εκατομμύριά του για το παλιό νοσοκομείο και να το κάνει ξενοδοχείο και ο τοπικός φωστήρας μάς προτείνει όχι μόνον να βρεθούν λεφτά για το παλιό νοσοκομείο αλλά να βρούμε λεφτά, πρώτον για να μετατρέψουμε το παλιό νοσοκομείο σε διοικητήριο, δεύτερον κι άλλα λεφτά για το κτήριο του ΤΕΑΥΚΕ (που θα γίνει υπόλοιπο διοικητηρίου) και τρίτον κι άλλα λεφτά (επενδυτή δηλαδή) για το νυν διοικητήριο που θα γίνει ξενοδοχείο (το οποίο προφανώς πρέπει να γκρεμιστεί εξ ολοκλήρου διότι ξενοδοχείο χωρίς μπαλκόνια σε τέτοια θέση δεν νοείται). Διαβολικό μυαλό ο τύπος.
Με την ευκαιρία, μεγάλε, δεν βάζεις μέσα στα πλάνα σου και τζάμια στις Καμάρες γιατί κάνει ρεύμα το χειμώνα και παγώνουμε. Α και μια γέφυρα για Θάσο γιατί βγάλαμε σπυριά τόσα χρόνια πήγαινε – έλα με τα φέρι μποτ.
Λες ρε συ αν τα …«ξύνω» κι εγώ όλη μέρα, να κατεβάζω τέτοιες φοβερές ιδέες;

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Η κατά Γκόνη «Σεφεριάδα» στο απόγειό της





Το αποκορύφωμα και η πεμπτουσία του φετινού αφιερώματος του Φεστιβάλ Φιλίππων στον Γιώργο Σεφέρη αποτέλεσε χωρίς αμφιβολία η παράσταση που ετοίμασε και παρουσίασε ο Θοδωρής Γκόνης μαζί με τους εκλεκτούς συνεργάτες του στο οικόπεδο Κρέη, τη Δευτέρα και την Τρίτη το βράδυ, μπροστά σε ένα πολυπληθές κοινό που χειροκρότησε θερμά το τελικό αποτέλεσμα και με τα θετικά του σχόλια στο τέλος, επιβράβευσε όλους τους συντελεστές και τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ ιδιαίτερα, όχι μόνον για την συγκεκριμένη παραγωγή αλλά γενικότερα για την προσφορά αυτού του ακούραστου και ανεξάντλητου δημιουργού, πρώτα απ’ όλα στην Καβάλα αλλά και στον πολιτισμό και την τέχνη γενικότερα.
Η παράσταση ετοιμάστηκε σε χρόνο ρεκόρ, με πρόβες μόλις 25 ημερών και βασίστηκε πάνω σε κείμενα του Γιώργου Σεφέρη από τα ημερολόγιά του. Τα κείμενα αυτά επέλεξαν και επιμελήθηκαν με πολύ κόπο και φροντίδα ο Θοδωρής Γκόνης και η μόνιμη συνεργάτις του Ελένη Στρούλια (που έφτιαξε και τα σκηνικά) και ερμήνευσαν εξαιρετικά οι Καβαλιώτες ηθοποιοί Παύλος Σταυρόπουλος, Ναταλία Βασιλέκα, Εύα Οικονόμου – Βαμβακά, Δημήτρης Σωτηρίου και Δημήτρης Κοντός.
Η παράσταση ξεκινούσε με δύο επιστολές. Αυτή που το πανεπιστήμιο του Πρίνστον προτείνει στον Σεφέρη να αναλάβει την έδρα της ποίησης για ένα χρόνο με αμοιβή 28.000 δολάρια και η αρνητική απάντηση του Έλληνα ποιητή στην οποία εξηγεί και τους λόγους που αρνείται την τιμητική αυτή θέση.
Στη συνέχεια μέσα από τα ημερολόγια του Σεφέρη διαπερνά όλη η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας και αναδεικνύεται όχι μόνον η χαρισματική προσωπικότητα αυτού του μεγάλου Έλληνα διανοητή αλλά και ο προφητικός του λόγος στα τραγικά γεγονότα και τις δυσάρεστες εξελίξεις που σημάδεψαν τον Ελληνισμό και άνοιξαν πληγές οι οποίες δεν έχουν ακόμη κλείσει.
Ο Γκόνης πήρε ένα ημερολόγιο και το έκανε θέατρο. Ξεζούμισε το κείμενο και με την ευρηματική του σκηνοθεσία κατάφερε να το περάσει στο κοινό σαν ένα κανονικό θεατρικό κείμενο, με δράση, συγκίνηση, πικρό χιούμορ, απρόοπτη –καμιά φορά- εξέλιξη και βαθειά συναισθήματα.
Και οι ηθοποιοί ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις της αγχωτικής προετοιμασίας λόγω της στενότητας του χρόνου, κατάφεραν όχι απλώς να διεκπεραιώσουν τους ρόλους τους αλλά με το αδιαμφισβήτητο ταλέντο τους να δώσουν ενδιαφέρον, πνοή και ζωντάνια σε ένα κείμενο που απέχει παρασάγγας από το να είναι θεατρικό.
Απόλυτα πειθαρχημένοι, άψογοι στην εκφορά του λόγου, με συναίσθημα και με βουνό την εσωτερική ενέργεια, ερμήνευσαν άψογα τους ρόλους τους υποχρεώνοντας στο τέλος το κοινό σε ένα θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα.
Ο Τάσος Παλαιορούτας, έμπιστος –και το αξίζει- συνεργάτης του Γκόνη, έστησε με αριστουργηματικό τρόπο τους φωτισμούς, οι οποίοι αποτέλεσαν καταλυτικό στοιχείο στην επιτυχία της παράστασης.
Στη συγκεκριμένη παράσταση μάλιστα και με τον τρόπο που στήθηκε στο νέο χώρο, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και οι τεχνικοί του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας που δούλεψαν με αυταπάρνηση για να παραχθεί το τελικό –άριστο- αποτέλεσμα.
Είναι καλά πράγματα αυτά που συμβαίνουν και τα εύσημα μπορούν να αποδοθούν όχι μόνο στον Γκόνη και τους συνεργάτες του αλλά και στον Δήμο Καβάλας και τις διοικήσεις του (προηγούμενη και παρούσα), η μία γιατί τον επέλεξε για τη θέση αυτή και η δεύτερη γιατί ανανέωσε –κι αυτό απαιτεί πολιτική γενναιότητα- την σύμβασή του. Μακάρι να μας χαρίζει και στο μέλλον πολλές τέτοιες, πλούσιες συναισθηματικά, στιγμές.
Η παραγωγή αυτή του Φεστιβάλ Φιλίππων δεν πρέπει να εξαντλήσει την παρουσία της με τις δύο προγραμματισμένες παραστάσεις στην Καβάλα. Το θέμα της, ο Γιώργος Σεφέρης, αλλά και η ποιότητά της θα πρέπει να αναδειχθούν και πέρα από τα σύνορα της μικρής μας πόλης. Πρέπει να ταξιδέψει και αλλού και κυρίως να γίνει η προσπάθεια να παρουσιαστεί στην Αθήνα για να δουν οι …«επαΐοντες» των γραμμάτων και των τεχνών της πρωτευούσης ότι η επαρχία μπορεί και δημιουργεί πράγματα όχι απλώς ισάξια με όσα παρουσιάζονται εκεί αλλά πολλές φορές τους ξεπερνάει και σε ιδέες αλλά και στην υλοποίησή τους.
Και ένα τελευταίο. Με τις δύο αυτές παραστάσεις ο Θοδωρής Γκόνης δεν μας γνώρισε μόνον τον Γιώργο Σεφέρη. Μας σύστησε και έναν καινούριο πανέμορφο χώρο μέσα στην Καβάλα που και η ίδια η δήμαρχος παραδέχτηκε ότι αν και καβαλιώτισσα δεν τον γνώριζε. Ένα χώρο ιδανικό για τέτοιου είδους εκδηλώσεις κυριολεκτικά στο κέντρο της πόλης. Μακάρι να τον αξιοποιήσουμε όπως πρέπει και όπως του αξίζει και να μην έχει κι αυτός την τύχη του Απεντομωτηρίου…

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Μια καινούρια οπτική στον Αριστοφάνη, αλλά…




Πενήντα και πλέον χρόνια παρακολουθούμε θέατρο στους Φιλίππους. Να μην έχουμε δει καμιά δεκαπενταριά «Λυσιστράτες»; Σίγουρα. Ε λοιπόν αυτή που παρακολουθήσαμε το Σάββατο από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού δεν έμοιαζε με καμιά άλλη. Κι όχι απλώς δεν έμοιαζε αλλά μπορούμε άφοβα και χωρίς δισταγμό να πούμε ότι από τη μια μεριά είναι όλες οι προηγούμενες –με τις όποιες διαφορές τους και προσεγγίσεις τους η κάθε  μία- κι από την άλλη μόνη και μοναδική η προχθεσινή «Λυσιστράτη».
Αυτή η …«διαφορετικότητά» της βέβαια από μόνη της δεν συνιστά λόγο και αιτία υπεροχής ή ποιότητας. Γι’ αυτά θα αναφερθούμε παρακάτω. Απλώς το πρώτο πράγμα που μπορεί να αντιληφθεί ένας μέσος θεατής είναι αυτό. Ότι η «Λυσιστράτη» του Μαρμαρινού είναι μια άλλη, μια νέα, μια διαφορετική πρόταση από όσες έχουμε παρακολουθήσει μέχρι τώρα.
Φοβάμαι όμως ότι τα θετικά της συγκεκριμένης παράστασης αρχίζουν και τελειώνουν με αυτό και μόνο το στοιχείο. Ή τέλος πάντων για να μην είμαστε υπερβολικοί και αυστηροί να πούμε ότι αυτό το στοιχείο και μερικά –ελάχιστα- ακόμη μπορούν να μπουν στη λίστα με τα θετικά σημεία της κατά Μαρμαρινόν αναγνώσεως του Αριστοφανικού έργου.
Η εξ αρχής …παλλόμενη είσοδος των -ουσιαστικά γυμνών- γυναικών στην ορχήστρα, δεν άφησε καμιά αμφιβολία σε κανέναν από τους θεατές για το ποιες θα ήταν οι προθέσεις του σκηνοθέτη. Να αναδείξει, να προβάλλει και να εξυψώσει την γυναίκα ως ανθρώπινη ύπαρξη αλλά κυρίως ως αντικείμενο του πόθου, του έρωτα και της λαγνείας. Η αλήθεια είναι ότι χορτάσαμε, μέχρι σκασμού μάλιστα, από στήθη, οπίσθια και αιδοία. Τόσο που στο τέλος δεν προκαλούσαν καμία απολύτως αίσθηση ή ερεθισμό ακόμη και τα πολλά καλλίγραμμα ολόγυμνα γυναικεία κορμιά που πήγαιναν πέρα δώθε στην ορχήστρα. Σκεφτόμασταν μάλιστα στο τέλος μήπως αυτή ήταν και η επιδίωξη του σκηνοθέτη. Ποιος ξέρει;
Ο Μαρμαρινός επιχείρησε νομίζουμε να αναδείξει όχι μόνον την αγριότητα του πολέμου (του Πελοποννησιακού εν προκειμένω) αλλά κυρίως την ματαιότητά του μπροστά στις μακρές περιόδους ειρήνης κατά την διάρκεια των οποίων μάλιστα μπορείς να απολαμβάνεις τον έρωτα και το σεξ χωρίς άγχη. Στην ουσία δηλαδή ο Μαρμαρινός επαναφέρει μέσω της «Λυσιστράτης» του το παλιό αλλά πάντα επίκαιρο «Γκουσγκουνικό» σύνθημα «αφήστε τα μίση και πιάστε το γαμήσι».
Το αν τα κατάφερε βέβαια να περάσει στο κοινό αυτήν την Αριστοφανική εκδοχή για τον πόλεμο και την ειρήνη, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Εμείς νομίζουμε όχι.
Κι αυτό γιατί η σκηνοθεσία του και η γενικότερη αντίληψή του για το συγκεκριμένο ανέβασμα δεν βρήκε την ανάλογη ερμηνευτική υποστήριξη.
Στο επίπεδο των ερμηνειών λοιπόν είχαμε λίγα και φτωχά αποτελέσματα. Η Λένα Κιτσοπούλου προσωπικά μας απογοήτευσε. Τσίριζε, μερικές φορές βιαζόταν, επαναλάμβανε πολλές φορές την ίδια φράση ή την ίδια λέξη, υποθέτουμε βάσει σκηνοθετικής εντολής, αλλά αυτό καθιστούσε γελοίο το κείμενο θυμίζοντας κακόγουστη επιθεώρηση και κούραζε τους θεατές και γενικά η παρουσία της ήταν πολύ χαμηλότερη των προσδοκιών μας αλλά και του αναμφισβήτητου ταλέντου της.
Οι υπόλοιπες γυναικείες παρουσίες «άγγιξαν» τους θεατές μόνον λόγω των καλλίγραμμων ή λιγότερο καλλίγραμμων γυμνών σωμάτων τους.
Στους ανδρικούς ρόλους ξεχωρίσαμε μόνον εκείνον του Θέμη Πάνου. Μεστός, καθαρός λόγος όπως πάντα, άρτια κίνηση. Για τον Γιάννη Βογιατζή τι να πούμε; Στα ενενήντα του προσπαθεί να γκρεμίσει ό,τι τέλος πάντων είχε κτίσει τις προηγούμενες έξι – επτά δεκαετίες. Κρίμα.
Για τον Αιμίλιο Χειλάκη πιστεύουμε ότι η παρουσία του σ’ αυτήν την παράσταση ήταν μια άσχημη παρένθεση που οφείλει να την κλείσει και να την ξεχάσει γρήγορα γιατί είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός.
Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού μας άρεσε και ήταν πολύ καλή ιδέα να παιχθεί ζωντανά με πιάνο μέσα στην ορχήστρα.
Στα θετικά της παράστασης και η αναφορά – μνημόσυνο στον Μηνά Χατζησάββα αλλά φοβόμαστε ότι λίγοι θα την κατάλαβαν.
Το κοινό αυτή τη φορά ήταν ανάμεικτο. Υπό την έννοια ότι είδαμε και –ας πούμε- υποψιασμένους, είδαμε όμως και αρκετούς από το λεγόμενο τηλεοπτικό κοινό. Ωστόσο γενικά δεν είχαμε «παρατράγουδα» εκτός από τις αρκετές αποχωρήσεις πριν το τέλος της παράστασης είτε γιατί η διάρκειά της ήταν σχετικά μεγάλη (δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά), είτε γιατί ενοχλήθηκαν (;) από την πλούσια αναφορά σε γεννητικά όργανα και σεξουαλικές πράξεις.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Μεγάλος ποιητής αλλά και εξαιρετικός φωτογράφος




Πέραν της αναμφισβήτητης μεγάλης του αξίας -αναγνωρισμένης μάλιστα και με ένα βραβείο Νόμπελ- ως ποιητής, ο Γιώργος Σεφέρης αποδεικνύει σήμερα στους Καβαλιώτες ότι υπήρξε και ένας εξαιρετικός φωτογράφος με εκατοντάδες φωτογραφίες που τράβηξε σε ένα διάστημα 50 περίπου χρόνων και οι οποίες γίνεται φανερό ότι έχουν όχι μόνον ιστορική αλλά και πολύ μεγάλη καλλιτεχνική αξία. Τόσο μεγάλη που αν δεν ήταν ποιητής θα μπορούσε να είναι ένας πολύ σημαντικός φωτογράφος.
Μια έκθεση με ένα μεγάλο δείγμα των φωτογραφιών αυτών άρχισε να λειτουργεί από το βράδυ της Τρίτης στο ισόγειο της Δημοτικής Καπναποθήκης, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Φιλίππων και του αφιερώματος στο Γιώργο Σεφέρη.
Πρόκειται για την μεγάλη συλλογή που η Μαρώ Σεφέρη δώρισε το 1984 στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης και το οποίο κατέχει το σύνολο πλέον της φωτογραφικής δουλειάς του μεγάλου Έλληνα ποιητή.
Το Μ.Ι.Ε.Τ. μάλιστα τύπωσε και πρόσφερε δωρεάν στο Δήμο Καβάλας και στο ΔΗΠΕΘΕ τον κατάλογο των φωτογραφιών που εκτίθενται στη Δημοτική Καπναποθήκη ώστε να διανέμεται στους επισκέπτες της έκθεσης προς ενημέρωση και κατατοπισμό.
Συγχρόνως, στον ίδιο χώρο λειτουργεί και δεύτερη πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση με έργα σύγχρονων Ελλήνων ζωγράφων, τα οποία έργα εμπνεύσθηκαν οι δημιουργοί τους από την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Στο χώρο της έκθεσης αυτής υπάρχουν και τέσσερις εμβληματικοί πίνακες του Γιάννη Μόραλη που αποτελούν «τα Ζωγραφικά Σχόλια του Γιάννη Μόραλη» για την εικονογράφηση της έκδοσης Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη από τις εκδόσεις «Ίκαρος» του 1965.
Ο ίδιος ο Σεφέρης είχε πει για τα συγκεκριμένα έργα: «Σπάνια μου πέτυχαν τα ζευγαρώματα των τεχνών. Ήταν πάντα για μένα κάτι σαν δυο άλογα ζεμένα στο ίδιο αμάξι που ξαφνικά τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι άκουσα με πολύ δισταγμό την ιδέα του Ίκαρου να ζητήσει από το Γιάννη Μόραλη να εικονογραφήσει τα ποιήματά μου.
Ωστόσο όταν, ύστερα από αρκετούς μήνες, ο Μόραλης μου έδειξε τις ζωγραφιές του, κατάλαβα πως μπορεί κάποτε να μην υπάρχει διόλου αμάξι, παρά μόνο δυο ελεύθερα άλογα καλπάζοντας ανεξάρτητα σ' ένα πράσινο λιβάδι.(…) Έτυχε να με ρωτήσουν αν αυτές οι εικόνες είναι η σωστή ζωγραφική ερμηνεία των ποιημάτων μου. Ο επαρκής παρατηρητής εύκολα βλέπει πως δεν υπάρχει περιεχόμενο σ' ένα τέτοιο ερώτημα. Η ερμηνεία κάθε έργου είναι ερμηνεία του εαυτού μας, όχι εκείνου που το δημιούργησε, αλλά εκείνου που το διαβάζει, το βλέπει ή το ακούει…»
Η έκθεση θα παραμείνει ανοιχτή έως και την Κυριακή 28 Αυγούστου 2016 και θα λειτουργεί καθημερινά (Δευτέρα έως Παρασκευή) από τις 10:00 το πρωί μέχρι τις 14:00 και για τις ημέρες Τετάρτη έως και Παρασκευή η έκθεση θα λειτουργεί επιπλέον για τις απογευματινές ώρες από τις 19.00 έως τις 21.30.
Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Και με την πολύ σημαντική αυτή έκθεση αλλά και γενικότερα με το πλήθος, την ποιότητα και το περιεχόμενο των εκδηλώσεων που έχουν προγραμματιστεί για το αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη, αποδεικνύεται πανηγυρικά ότι το Φεστιβάλ Φιλίππων πρωτοπορεί και ανοίγει δρόμους που δεν έχουν φανταστεί και υλοποιήσει ούτε καν στην Αθήνα.
Ήδη μεγάλα και πανελλήνιας εμβέλειας ΜΜΕ αναφέρονται με κολακευτικά σχόλια για το τεκταινόμενα στην Καβάλα ενώ μια σειρά από πολύ γνωστούς και καταξιωμένους στο χώρο τους καλλιτέχνες (σκηνοθέτες, ηθοποιοί, συγγραφείς, μουσικοί δημιουργοί, μουσικοί παραγωγοί και ερευνητές) πρόκειται το προσεχές διάστημα να παρουσιάσουν δουλειά τους στην Καβάλα που έγινε με βάση και πάνω  στο έργο του Γιώργου Σεφέρη στο πλαίσιο του αφιερώματος του Φεστιβάλ Φιλίππων.
Η Καβάλα λοιπόν για άλλη μια φορά πρωτοπορεί με αφετηρία το Φεστιβάλ και εμπνευστή φυσικά τον καλλιτεχνικό του διευθυντή Θοδωρή Γκόνη.






Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Οι αγνώμονες και ανιστόρητοι επικεφαλής του ΚΘΒΕ





Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος έδωσε στη δημοσιότητα ανακοίνωση με την οποία ενημερώνει το κοινό ότι:

«…αναλαμβάνει μια σημαντική πρωτοβουλία για τα ελληνικά δεδομένα στο χώρο του θεάτρου, με την έκδοση ενός ψηφιακού λευκώματος για έξυπνες συσκευές και υπολογιστές που θα διατίθεται δωρεάν και θα περιέχει πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό και πληροφορίες για τις παραστάσεις του ΚΘΒΕ που παρουσιάστηκαν στην Επίδαυρο και περιόδευσαν στα αρχαία θέατρα και τα θερινά φεστιβάλ της Ελλάδας, με έμφαση πάντως στις παραστάσεις του που παρουσιάστηκαν στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου…».

Οι διοικητικοί και καλλιτεχνικοί υπεύθυνοι του ΚΘΒΕ, όχι μόνον οι τωρινοί αλλά οι περισσότεροι των τελευταίων χρόνων, έχουν τελείως ξεχάσει και διαγράψει από το μυαλό τους τόσο τους σκοπούς της ιδρυτικής διακήρυξης του θεάτρου της Βόρειας Ελλάδας όσο -και το κυριότερο- την γέννηση, την ιστορία και το ρόλο τον οποίο κλήθηκε να παίξει με την ίδρυσή του το 1961.
Το ΚΘΒΕ οφείλει κυριολεκτικά την ύπαρξή του στην Καβάλα. Αυτό δεν είναι υπερβολή ούτε επαρχιώτικος κομπασμός και κομπορρημοσύνη. Είναι η αναμφισβήτητη αλήθεια την οποία αποδεικνύουν τα πραγματικά περιστατικά και οι καταγραμμένες μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της εποχής.
Το ΚΘΒΕ ιδρύθηκε στα τέλη του 1960 επί κυβερνήσεως ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή και με υπουργό Βορείου Ελλάδος τότε τον Θάσιο πολιτικό και βουλευτή Νομού Καβάλας, Αύγουστο Θεολογίτη.
Ο Θεολογίτης, συνεπαρμένος από την μεγάλη επιτυχία που γνώριζαν οι παραστάσεις αρχαίου δράματος που ήδη από το 1957 άρχισαν να παρουσιάζονται στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων και από το 1958 και στο αντίστοιχο της Θάσου, έριξε την ιδέα και πίεσε τον Καραμανλή για την ανάγκη ιδρύσεως και λειτουργίας μεγάλου κρατικού θεατρικού οργανισμού, αντίστοιχου με εκείνον του Εθνικού Θεάτρου, στην Βόρεια Ελλάδα με έδρα τη Θεσσαλονίκη που θα κάλυπτε τις ανάγκες των Βορειελλαδιτών για καλό, ποιοτικό θέατρο και ανάλογη θεατρική παιδεία.
Ο Καραμανλής επείσθη και έδωσε εντολή για την υλοποίηση αυτής της ιδέας και στην ιδρυτική διακήρυξη του νέου κρατικού θεατρικού οργανισμού που συστήθηκε στις αρχές του 1961 με διευθυντή τον σκηνοθέτη Σωκράτη Καραντινό, αναφέρονταν χαρακτηριστικά ότι θα δίνονται παραστάσεις έξι μήνες στη Θεσσολονίκη και άλλοι έξι στην επαρχία της Βόρειας Ελλάδας.
Η παρθενική παράσταση του καινούριου θεάτρου δόθηκε φυσικά στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων το Σάββατο 19 Αυγούστου 1961 με τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή και επαναλήφθηκε την επομένη μέρα, Κυριακή 20 Αυγούστου με το αρχαίο θέατρο να ξεχειλίζει από κόσμο που έσπευσε κυριολεκτικά από όλη τη Βόρεια Ελλάδα.
Με την ευκαιρία εκείνων των ιστορικών παραστάσεων ο Αύγουστος Θεολογίτης σε επιστολή του που έστειλε στον τοπικό τύπο σημείωνε χαρακτηριστικά: 
«…Το Κρατικόν Θέατρον Βορείου Ελλάδος εκυοφορήθη εις τα σπλάχνα του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας με κορυφαίον αγωνιστήν τον Έφορον Αρχαιοτήτων Καβάλας κ. Λαζαρίδη και τους συνεργάτες του…».

Ο Λαζαρίδης που ήταν πρόεδρος του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Καβάλας μαζί με τον γαμπρό του γυμνασιάρχη Χαράλαμπο Λαλένη ήταν εκείνοι που ανέστησαν μετά από 2300 χρόνια το θέατρο των Φιλίππων και αναβίωσαν στον ιερό χώρο του, το 1957, τις παραστάσεις αρχαίου δράματος.
Το ΚΘΒΕ από την αρχή της λειτουργίας του προσάρμοσε την καλοκαιρινή του δουλειά με βάση την Καβάλα και τους Φιλίππους και ανέλαβε και την διοργάνωση του ομώνυμου Φεστιβάλ. Όπως ακριβώς έκανε το Εθνικό Θέατρο στην νότια Ελλάδα με το φεστιβάλ Επιδαύρου.
Τον συγκεκριμένο ρόλο του το ΚΘΒΕ τον έπαιξε σωστά για 15 και πλέον χρόνια αναδεικνύοντας τους Φιλίππους ως –ας πούμε- την Επίδαυρο του Βορρά. Αυτός άλλωστε ήταν και ο ρόλος του που προσδιοριζόταν με σαφήνεια στην ιδρυτική του διακήρυξη αλλά και στην ουσία αυτόν το ρόλο όφειλε να παίξει.
Σιγά – σιγά όμως και με την πάροδο του χρόνου, το πράγμα άρχισε να εκφυλίζεται.
Οι καλλιτεχνικοί διευθυντές που διορίζονταν και προέρχονταν κυρίως από την Αθήνα, όχι μόνον δεν είχαν καμιά συναισθηματική αναστολή με όλη αυτήν την ιστορία του ΚΘΒΕ αλλά είχε και ο καθένας τους την ματαιοδοξία και την πρεμούρα να δείξει την –όποιας καλλιτεχνικής αξίας- δουλειά του στην Επίδαυρο.
Έτσι έγραφαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους και την ιδρυτική διακήρυξη του οργανισμού αλλά και τον πραγματικό ρόλο που οφείλει να παίξει ένα κρατικό θέατρο της Βόρειας Ελλάδας.
Αντί λοιπόν να στηρίξει και να προβάλει το γεγονός ότι στη βόρεια Ελλάδα έχουμε τους Φιλίππους (που ειρήσθω εν παρόδω είναι πλέον και στη λίστα της UNESCO) και εδώ θα δώσουμε τον αγώνα μας για να συναγωνισθούμε την Επίδαυρο και να κάνουμε το δικό μας μεγάλο Φεστιβάλ, τρέχουν οι εκάστοτε διευθυντάδες του ΚΘΒΕ όπως τα χαζοκόριτσα πίσω από τους μεγάλους σταρ, μήπως και εξασφαλίσουν κανένα Επιδαύριο «αυτόγραφο» και χεστούν στα βρακιά τους από το σουξέ.
Ενέταξαν μάλιστα τους Φιλίππους στη μακρά λίστα των γηπέδων και νταμαριών που δίνουν τις παραστάσεις τους κι έτσι προσπάθησαν να απαξιώσουν τόσο το αρχαίο θέατρο όσο και τον εξηκονταετή πλέον θεσμό του Φεστιβάλ.
Όμως το αιώνιο, ιερό μνημείο τους εκδικείται. Στέκει αγέρωχο και μεγαλειώδες στο διάβα των αιώνων, σε πείσμα της ματαιοδοξίας και του εγωισμού μικρών αχάριστων και ανιστόρητων ανθρώπων, καταλαμβάνοντας τη θέση που του αξίζει όχι μόνον στον ακριβό κατάλογο της UNESCO με τα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και στην συνείδηση του μεγάλου ελληνικού και διεθνούς κοινού.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Άλλαι μεν βουλαί της ιστορίας και της παράδοσης και άλλαι δε των υπευθύνων του ΚΘΒΕ




Για όσους δίνουν σημασία στη σημειολογία αλλά και στις απίθανες συμπτώσεις που συμβαίνουν κατά καιρούς στη ζωή μας, οι παραστάσεις του ΚΘΒΕ την Παρασκευή και το Σάββατο με την τραγωδία του Αισχύλου «Επτά επί Θήβας» στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να συνδέσουν αυτό το γεγονός με τα πρώτα χρόνια του 60χρονου πλέον ομώνυμου Φεστιβάλ.
Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος γεννήθηκε ουσιαστικά μέσα από την αδήριτη ανάγκη να υπάρχει ένας μεγάλος δημόσιος καλλιτεχνικός φορέας και στη Βόρεια Ελλάδα –όπως το Εθνικό Θέατρο στη νότια χώρα- για να αναδείξει με τις παραστάσεις του ένα αρχαίο θέατρο -όπως εκείνο της Επιδαύρου- που δεύτερο σε όλη την Ελλάδα, είχε αρχίσει να φιλοξενεί τον λόγο του αρχαίου δράματος ήδη από το 1957.
Έτσι και έγινε. Το 1961 ιδρύθηκε το ΚΘΒΕ και η παρθενική του παράσταση δόθηκε το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς στο κατάμεστο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων με την τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους τύραννος».  
Αυτές τις μέρες, έξι σχεδόν δεκαετίες αργότερα, πάλι το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, εκ μίας διαβολικής και σημαδιακής συμπτώσεως, είναι εκείνο που δίνει την πρώτη παράσταση στον ίδιο ιερό χώρο αμέσως μόλις ο χώρος αυτός εισέρχεται επισήμως με βούλα και υπογραφή στον κατάλογο της UNESCO με τα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Είναι μια σημαδιακή σύμπτωση για το πόσο στενά συνδεδεμένο είναι το ΚΘΒΕ τόσο με τον χώρο του αρχαίου θεάτρου των Φιλίππων όσο και με τον 60χρονο ομώνυμο πολιτιστικό θεσμό. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι για πάρα πολλά χρόνια το ΚΘΒΕ είχε την ευθύνη της διοργάνωσης του Φεστιβάλ Φιλίππων και κάθε καλοκαίρι γινόταν κυριολεκτικά μετεγκατάσταση όχι μόνον του θιάσου αλλά και του τεχνικού και διοικητικού προσωπικού από την Θεσσαλονίκης στην Καβάλα.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια αυτή η σχέση έχει διαρραγεί. Οι εκάστοτε καλλιτεχνικοί και διοικητικοί επικεφαλής του ΚΘΒΕ δεν σέβονται την ιστορία και τους δεσμούς αίματος του κρατικού θεατρικού οργανισμού της Βόρειας Ελλάδας με το Φεστιβάλ Φιλίππων, δεν έχουν καμιά απολύτως συναισθηματική αναστολή, ενδιαφέρονται περισσότερο για την προσωπική προβολή τους και έτσι προτιμούν το θέατρο Δάσους της συμπρωτεύουσας ή πολύ περισσότερο την Επίδαυρο για τις πρεμιέρες τους ή τέλος πάντων για τις «καλύτερες» ημερομηνίες των παραστάσεων για τις παραγωγές που ετοιμάζουν κάθε χρόνο.
Μήπως θα έπρεπε μέσα στα τόσο σοβαρά και σπουδαία προβλήματα που απασχολούν τον τόπο μας και για τα οποία ψάχνουν λύσεις οι αρμόδιοι (ΒΦΛ, Μαρινόπουλος, μετεγκατάσταση προσφύγων, αξιοποίηση στρατοπέδου Ασημακοπούλου, ιδιοκτησιακό παλιού Νοσοκομείου κ.λ.π) να ασχοληθούν και μ’ αυτό το θέμα. Ή μήπως μοιάζει ολίγον παράταιρο μέσα στην σοβαρότητα των άλλων;

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Σύγχρονη, πρωτοποριακή, αντισυμβατική αλλά και τόσο πιστή στο πνεύμα του  αιώνιου αρχαίου λόγου (άριστη η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα) ήταν η κατά Τσέζαρις Γκραουζίνις εκδοχή της τραγωδίας του Αισχύλου «Επτά επί Θήβας».
Με σύγχρονα κουστούμια και αφαιρετικά αλλά τόσο συμβολικά σκηνικά (Κέννυ Μακ Λέλαν), η παράσταση κατάφερε να συγκινήσει και να συνεπάρει τους 1500 περίπου θεατές του Σαββάτου που στο τέλος έδωσαν αφειδώλευτα το θερμό χειροκρότημά τους στους ηθοποιούς της παράστασης.
Την σήμερον ημέρα αυτή φαίνεται πως είναι τελικά η σύγχρονη ματιά στο θέατρο. Να μπορείς να διοχετεύσεις όσο πιο ισχυρό γίνεται το συναίσθημα στον θεατή αξιοποιώντας τα εκφραστικά μέσα των ηθοποιών στηριζόμενος κυρίως σ’ αυτούς και λιγότερο στα βαριά, παλιοκαιρίσια και φλύαρα σκηνικά ή/και στα αντίστοιχα κουστούμια.
Ήταν από τις καλύτερες παραστάσεις που παρακολουθήσαμε τα τελευταία χρόνια στους Φιλίππους με κορυφαία και εξαιρετικά ευρηματική την σκηνή της αδελφοκτόνου μονομαχίας των δίδυμων αδελφών Ετεοκλή και Πολυνίκη.
Ακόμη και εικαστικά η παράσταση έλαμπε με την άριστη ομοιογένεια και συγχρονισμό του χορού που συμμετείχε καθοριστικά στις σκηνοθετικές προθέσεις και οραματισμούς του Γκραουζίνις.
Εξαιρετική επίσης η μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη τόσο στις κορυφώσεις της όσο και στο σημείο όπου η με υψηλές μουσικές σπουδές Νάντια Κοντογεώργη (Αντιγόνη) ερμήνευσε δίκην σοπράνο ένα μικρό απόσπασμα σε ένα κόντρα ηχητικό περιβάλλον που δημιουργούσε εκείνη τη στιγμή ο χορός.. Μοναδική εξαίρεση το βαλσάκι του φινάλε που δεν ταίριαζε, νομίζουμε, με την ατμόσφαιρα της στιγμής.
Γενικότερα και εν κατακλείδι από τις πολύ καλές στιγμές στην ιστορία του Φεστιβάλ. Μια παράσταση που μας άγγιξε και θα θυμόμαστε.